ανθρωπογεωγραφικός

ανθρωπογεωγραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στην ανθρωπογεωγραφία ή έχει σχέση μ' αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”